Αναζητώντας αλλοδαπούς υψηλών προσόντων




Γερμανία- χώρα (μη) μετανάστευσης
Κανένα άλλο θέμα δεν προκαλεί τόσο έντονες συζητήσεις στη Γερμανία όσο η μετανάστευση. Και για κανένα άλλο θέμα δεν φαίνεται τόσο δύσκολη έως αδύνατη η στοιχειώδης συνεννόηση.


 



Η σύγκρουση θα ανήκε στο παρελθόν, αν η συζήτηση γινόταν με βάση τα γεγονότα. Η γλώσσα των αριθμών είναι σαφής: Στη Γερμανία ζουν περίπου επτά εκατομμύρια άνθρωποι με ξένη υπηκοότητα. Εάν σε αυτούς προσθέσουμε όσους απέκτησαν τη γερμανική υπηκοότητα κατόπιν αιτήσεως καθώς και τα παιδιά τους, ο αριθμός ανεβαίνει στα 15,7 εκατομμύρια. Με άλλα λόγια, ο ένας στους πέντε κατοίκους της Γερμανίας έχει αλλοδαπή καταγωγή ή όπως λέγεται κατά το πολιτικώς ορθόν, «μεταναστευτικό-πολυπολιτιστικό υπόβαθρο». Με αυτά τα στατιστικά δεδομένα, φαίνεται κοινότυπη η διαπίστωση ότι «η Γερμανία είναι μία χώρα μετανάστευσης».

Μία φοβική συζήτηση

Κι όμως τα μαχαίρια ακονίζονται κάθε φορά που αρχίζει η σχετική συζήτηση. Όπως για παράδειγμα πριν από δύο χρόνια, όταν ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός Τίλο Σάραζιν παρουσίασε το βιβλίο του «Η Γερμανία αυτοκαταργείται» πνέοντας μένεα κατά της λανθασμένης- όπως υποστήριζε- πολιτικής για τη μετανάστευση και κατά των μουσουλμάνων που αρνούνται να ενσωματωθούν στην κοινωνία, ενώ παράλληλα έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον της χώρας. Για πολλές εβδομάδες το βιβλίο ήταν Νο 1 μπεστ-σέλερ και κυριαρχούσε σε όλες τις τηλεοπτικές συζητήσεις. Πολύ γρήγορα η σχετική δημόσια συζήτηση απέκτησε μία δική της δυναμική, εστιάζοντας στην επιτυχημένη ή αποτυχημένη μετανάστευση, στους «καλούς» και «κακούς» μετανάστες. Όλα αυτά άφησαν μία πικρή γεύση σε πολλούς αλλοδαπούς ή Γερμανούς πολίτες με αλλοδαπή καταγωγή.

Ήταν φανερό ότι το ζητούμενο δεν ήταν τα γεγονότα, αλλά τα φοβικά σύνδρομα. Εδώ και χρόνια το συμβούλιο εμπειρογνωμόνων των γερμανικών ιδρυμάτων για την ενσωμάτωση και τη μετανάστευση κάνει λόγο για «έλλειψη κουλτούρας υποδοχής». Η επικεφαλής του συμβουλίου Γκουνίλα Φίνκε εξηγεί ότι πολλές φορές οι άνθρωποι με μεταναστευτικό υπόβαθρο βλέπουν συμπεριφορές που τους δίνουν την αίσθηση «ότι στην πραγματικότητα δεν ανήκουν εδώ, ότι μπορεί να γεννήθηκαν, να έχουν τελειώσει το σχολείο και το πανεπιστήμιο εδώ, αλλά παρ΄όλα αυτά δεν ανήκουν στη Γερμανία».


Αναζητώντας αλλοδαπούς υψηλών προσόντων



 
Ένας στους πέντε πολίτες της Γερμανίας έχει μεταναστευτική βιογραφία
Αυτή είναι και η εξήγηση για το σημερινό δίλημμα: ένα μέρος του πληθυσμού φοβάται τη μετανάστευση, ενώ την ίδια στιγμή δυναμικοί κλάδοι της οικονομίας, όπως η πληροφορική, αναζητούν απεγνωσμένα αλλοδαπούς εργαζόμενους με υψηλή εξειδίκευση. Φυσικά η δυσκολία της γερμανικής γλώσσας είναι ένας λόγος που αποτρέπει πολλούς από αυτούς να ζητήσουν την «πράσινη κάρτα», ενώ και για τη μελλοντική «μπλε κάρτα» το ενδιαφέρον είναι περιορισμένο. Αλλά η γλώσσα δεν είναι ο μοναδικός λόγος. «Το νομοθετικό πλαίσιο για τη μετανάστευση κρίνεται ιδιαίτερα περιοριστικό» υποστηρίζει ο Στέφεν Άβγκενεντ από το Ίδρυμα Επιστήμης και Πολιτικής. «Στην πραγματικότητα αυτές οι διατάξεις επιτρέπουν μεγαλύτερη προσέλευση μεταναστών, αλλά φαίνεται ότι οι περισσότεροι δεν το βλέπουν έτσι. Κι έτσι μας έρχονται λιγότεροι μετανάστες από όσους χρειαζόμαστε».
Από πότε συμβαίνει αυτό; Στα μεταπολεμικά χρόνια η Γερμανία χρειαζόταν πολλούς αλλοδαπούς εργάτες, ιδιαίτερα στη δεκαετία του πενήντα, όταν άρχισε το γερμανικό «οικονομικό θαύμα», αλλά η ίδια η Γερμανία δεν διέθετε αρκετούς εργάτες για τα εργοστάσια και τα ορυχεία της. Τότε είχαν υπογραφεί οι πρώτες συμφωνίες για την προσέλκυση εργατικού δυναμικού, αρχικά με την Ιταλία, στη συνέχεια με την Ισπανία και την Τουρκία, αργότερα με το Μαρόκο, την Τυνησία, την Πορτογαλία και τη Γιουγκοσλαβία.

«Γκάσταρμπαϊτερ» με εγγύηση επιστροφής;

Σιγά σιγά καθιερώθηκε ο χαρακτηρισμός «γκάσταρμπαϊτερ», ο οποίος υποδήλωνε μεν μία φιλική διάθεση, αλλά από την άλλη πλευρά εξέφραζε την προσδοκία ότι ο ενδιαφερόμενος θα επέστρεφε στην πατρίδα του σε εύθετο χρόνο. Αυτή την προσδοκία είχαν οι χώρες προέλευσης, ενώ το ίδιο ήθελαν και πολλοί από τους ξένους εργαζόμενους που ήρθαν στη Γερμανία. Τελικά όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά: Το 1973, όταν ο αριθμός των ανέργων έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη λόγω πετρελαϊκής κρίσης, η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την παύση υποδοχής εργατικού δυναμικού από το εξωτερικό, ενώ όλο και περισσότεροι ξένοι εργάτες έφερναν τις οικογένειές τους στη Γερμανία, αντί να επιστρέψουν οι ίδιοι στην πατρίδα τους.
Οι πολιτικοί άρχισαν να αισθάνονται φόβο για όλα αυτά. Στη συμφωνία για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού το 1982 τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα και οι Φιλελεύθεροι έγραφαν τα εξής: «Η Γερμανία δεν είναι χώρα υποδοχής μεταναστών. Πρέπει λοιπόν να ληφθούν όλα τα από ανθρωπιστικής απόψεως θεμιτά μέτρα, ώστε να τερματιστεί η προσέλευση των αλλοδαπών». Την ίδια στιγμή στον χώρο της Αριστεράς διαμορφωνόταν ένα πολυπολιτισμικό κίνημα που εξέφραζε ανοχή προς τους αλλοδαπούς και αντιδρούσε στα συνθήματα των καθιερωμένων πολιτικών κομμάτων. Η σχετική αντιπαράθεση κλιμακώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90.

Η ενσωμάτωση στο επίκεντρο

 
Πολλοί γκασταρμπάιτερ βρήκαν στη Γερμανία τη νέα τους πατρίδα
Μετά την επανένωση της Γερμανίας τη συζήτηση περί αλλοδαπών δεν πυροδοτούσαν οι «γκάσταρμπαϊτερ», αλλά δύο νέες κατηγορίες νεόφερτων μεταναστών: οι πρόσφυγες από την υπό διάλυση πρώην Γιουγκοσλαβία, καθώς και εκατοντάδες χιλιάδες αλλοδαποί γερμανικής καταγωγής από την ανατολική Ευρώπη και την κεντρική Ασία, οι οποίοι, ακριβώς λόγω καταγωγής, είχαν το δικαίωμα να αποκτήσουν γερμανικό διαβατήριο.
Με την πάροδο του χρόνου η άγονη θεωρητική συζήτηση ως προς το αν η Γερμανία είναι χώρα υποδοχής μεταναστών ή όχι, έδωσε τη θέση της στο ρεαλιστικό ερώτημα: πώς μπορούμε να διευκολύνουμε την ενσωμάτωση των μεταναστών στην κοινωνία; Και πώς μπορούμε να κατευθύνουμε την μετανάστευση στην κατεύθυνση που θέλουμε;

Κανόνες με πολλές εξαιρέσεις

Το ότι η Γερμανία χρειάζεται τους μετανάστες είναι πλέον αδιαμφισβήτητο. Όχι μόνο γιατί οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν κάνουν πολλά παιδιά, με αποτέλεσμα να καταρρέει το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα, αλλά και γιατί υπάρχει έλλειψη σε εξειδικευμένο εργατικό προσωπικό, και μάλιστα όχι μόνο σε κλάδους υψηλής εξειδίκευσης όπως οι νέες τεχνολογίες, αλλά ακόμα και σε νοσηλευτικό προσωπικό, για παράδειγμα σε νοσοκομεία και οίκους ευγηρίας.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η νέα νομοθεσία περί αλλοδαπών του 2005 μοιάζει λίγο με «ελβετικό τυρί» όπως λέει η Γκουνίλα Φίνκε: «Από τη μία πλευρά δηλώνει ότι τερματίζει την προσέλευση εργατικού δυναμικού, ότι δηλαδή δεν θέλουμε άλλους μετανάστες. Από την άλλη πλευρά προβλέπει πολλές, πάρα πολλές εξαιρέσεις, εκεί που χρειάζονται μετανάστες».
 

p

πηγή άρθρου από DW
  • Ημερομηνία δημοσίευσης 25.09.2012
  • Κείμενο  Klaus Dahmann / Γιάννης Παπαδημητρίου
  • Σύνταξη  Σπύρος Μοσκόβου