Η παγκόσμια οικονομική κρίση


του Ρίχαρντ Λάμερς 
Το «Σύνδρομο Μπούντενμπρουκς» - η οικονομική κρίση από την κοινωνιολογική σκοπιά
 

Η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση, οι αιτίες της και οι δυνατότητες να αντιμετωπιστεί, είναι προφανές ότι ενδιαφέρει και την κοινωνιολογία. Σε τελική ανάλυση, οι χρηματιστηριακές «φούσκες» στον χώρο των υποθηκευτικών δανείων, τα «έξυπνα οικονομικά προϊόντα» και οι γιγαντιαίες «σπέκουλες» είναι αποτέλεσμα μιας κρίσης εννοιών και προσανατολισμού στην κοινωνία.
Η οικονομική κρίση είναι επίσης, αν όχι πρωτίστως, μία κοινωνική κρίση. Όχι μόνο, διότι η κρίση έχει άμεσες κοινωνικές επιπτώσεις, αλλά και για τον λόγο, ότι οι αιτίες της πρέπει να αναζητηθούν στις κοινωνικές (ενίοτε στρεβλές) εξελίξεις. Ο Κρίστοφ Ντόυτσμανν (Christoph Deutschmann), που διδάσκει κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν και ασχολείται με το ζήτημα του χρήματος από την κοινωνιολογική σκοπιά, μιλάει για το «Σύνδρομο Μπούντενμπρουκς».

Όπως ακριβώς η γνωστή οικογένεια του Λύμπεκ, στο μυθιστόρημα του Τόμας Μανν Οι Μπούντενμπρουκς αναδεικνύεται κοινωνικά από τα μεσαία στρώματα στην ελίτ της πόλης για να καταστραφεί οικονομικά στο τέλος, έτσι ακριβώς και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στη μεταπολεμική Γερμανία απέκτησαν πρόσβαση στο χρήμα και τον πλούτο. «Με τη δομική κινητικότητα κοινωνικής ανόδου στην κοινωνία δημιουργείται μία αυξανόμενη ανισότητα στον χώρο του ιδιωτικού πλούτου, που έχει ως αποτέλεσμα μία διαρκώς μειούμενη ομάδα αξιόπιστων οφειλετών να έρχεται σε αντιπαράθεση με τη ολοένα διογκούμενη ανισορροπία στον χώρο του ιδιωτικού πλούτου», ισχυρίζεται ο Ντόυτσμανν.

Στο πλαίσιο των εργασιών του 34ου Συνεδρίου της Γερμανικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας, που πραγματοποιήθηκε στη Γένα το φθινόπωρο του 2008, ο Ντόυτσμανν περιέγραψε ένα κοινό υπόδειγμα, εντός του οποίου εκδηλώθηκαν 38 κρίσεις, που χρονολογούνται από το 1618 και φτάνουν μέχρι το 1998, στηριζόμενος σε μία έρευνα των Τσαρλς Π. Κίντλμπέργκερ (Charles P. Kindleberger) και Ρόμπερτ Άλιμπερ (Robert Aliber) με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μανίες, πανικοί και συγκρούσεις». Τα κοινά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τις εν λόγω κρίσεις είναι τα ακόλουθα:

1. Ασταθείς χρηματο-οικονομικές αγορές, που δεν αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα της κρίσης με εξισορροπητικές τάσεις, αλλά με την ενίσχυσή τους.

2. Το πιστωτικό σύστημα αναθερμαίνει επιπροσθέτως αυτή την τάση, προς τα πάνω ή προς τα κάτω.

3. Η κρίση των αγορών αυτών ανακατανέμει το υφιστάμενο κεφάλαιο εις βάρος ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων.

4. Οι εμπλεκόμενοι στις αγορές αυτές αποδεικνύονται ως ανεπίδεκτοι μαθήσεως.
«Το δικαίωμα στα ομόλογα»
Είναι λοιπόν η σημερινή κρίση απλώς μία από τις πολλές; Ο Ντούτσμανν το αρνείται: «Νέο στοιχείο δεν είναι μόνο η έκταση και παγκόσμια διάσταση της κρίσης», αναφερόμενος στην αύξηση του οικονομικού πλούτου σε τμήματα των μεσαίων στρωμάτων από τη δεκαετία του ’80. Επί πλέον, προέκυψε η βάσιμη πεποίθηση, ότι είναι δυνατό, χωρίς εργασία, δηλ. μόνο με την τοποθέτηση κεφαλαίων, τόκων και μερισμάτων, να αποκτήσει κανείς εισόδημα. Αυτό είχε ως συνέπεια να οδηγήσει σε μία ζήτηση μιας εξειδικευμένης, μέσω των τραπεζών, συμβουλευτικής αρωγής και εν τέλει στην ανάπτυξη μιας «βιομηχανίας των αξιoγράφων» (Fond-Industrie).

Ο Ντόυτσμανν προσεγγίζει τις αιτίες της παρούσας οικονομικής κρίσης πέρα από τις εγκληματικές και παράνομες δραστηριότητες κάποιων απατεώνων και κερδοσκόπων. «Αυτή η προσφιλής στον χώρο των μεσαίων στρωμάτων ‘‘οικονομική τρομοκρατία’’ δεν συνδέεται μήπως άμεσα με τα διαμορφωμένα οικονομικά ένστικτα των ίδιων των πολιτών που συγκροτούν αυτή τη ‘μεσαία τάξη’;», διερωτάται και εντοπίζει έτσι μία ευρέως διαδεδομένη αντίληψη για ένα «δικαίωμα στα ομόλογα».
«Η πτώση μιας οικογένειας»

Την άνοδο των Μπούντενμπρουκς ακολούθησε η «πτώση μιας οικογένειας», όπως είναι και ο υπότιτλος του μυθιστορήματος του Τόμας Μανν. Όμως, ο Ντόυτσμανν δεν θέλει να φτάσει μέχρι αυτό το σημείο. «Η γερμανική κοινωνία είναι ακόμα πολύ μακρυά από το τελικό στάδιο ενός ‘‘Μπούντενμπρουκ-συνδρόμου’’, όμως έχει κάνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση», αναφέρει και κάνει την πρόγνωση, ότι από τη δεκαετία του ’90 έχει γίνει εμφανώς δυσκολότερη η δυνατότητα της κοινωνικής ανόδου. Η συχνότητα, με την οποία εμφανίζεται η κοινωνικο-οικονομική αποδυνάμωση των μεσαίων στρωμάτων εμφανίζεται ήδη από το 2002 αυξανόμενη.
Οι οικονομικές κρίσεις είναι κυρίως κρίσεις εμπιστοσύνης

Ο Γκουίντο Μαίλλερινγκ (Guido Möllering), από το «Ινστιτούτο για την έρευνα της κοινωνίας» (Institut für Gesellschaftsforschung), αναδεικνύει ένα ακόμη κοινωνιολογικό ζήτημα. Ο οικονομολόγος, με διατριβή πάνω στη διοίκηση επιχειρήσεων, ερευνά πάνω από μία δεκαετία τον ρόλο που παίζει η εμπιστοσύνη στις οικονομικές εξελίξεις γενικά, και συγκεκριμένα μεταξύ των επιχειρήσεων. «Δεν είναι κάθε οικονομική κρίση ταυτόσημη με την κρίση εμπιστοσύνης, όμως η εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η παρούσα εξέλιξη συνδέεται εν πολλοίς με την εξαπάτηση και την δυσπιστία, διότι η εμπιστοσύνη σε μία οικονομία που διαρκώς αναπτύσσεται, καθώς και η εμπιστοσύνη στους άμεσα εμπλεκόμενους ξεπέρασε επικίνδυνα τα επιτρεπτά όρια, με αποτέλεσμα, αργά ή γρήγορα, να επέλθει η διάψευση».
Ανεξέλεγκτη εμπιστοσύνη

Η «μαζική» απώλεια εμπιστοσύνης προκαλεί την ανάγκη για περισσότερο έλεγχο. «Πρόκειται για αποπροσανατολισμό», θεωρεί ο Μαίλλερινγκ, και συμπληρώνει, «Σε κάθε κατάχρηση εμπιστοσύνης γίνεται λόγος για περισσότερο έλεγχο. Αυτή είναι μία αντίδραση μάλλον ανεπαρκής. Ποιος θα ελέγξει τους ελεγκτές; Κάτι τέτοιο, ουσιαστικά ανατροφοδοτεί την ‘‘σπειροειδή της δυσπιστίας’’. Οι έλεγχοι λειτουργούν ως τροχοπέδη, είναι «μια τρικλοποδιά στο σύστημα», αντίθετα, η εμπιστοσύνη επενεργεί ως λιπαντικό», υποστηρίζοντας παράλληλα να αντιμετωπιστεί η παρούσα κρίση και σαν μία ευκαιρία, μια δυνατότητα.

Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι, σύμφωνα με τον Μαίλλερινγκ, το «κλειδί» για το ξεπέρασμα της κρίσης. «Τώρα πλέον είναι απαραίτητες σημαντικές αποφάσεις, από τις οποίες θα προκύψει και ένα καλύτερο μέλλον». Όμως, για ποιες σημαντικές αποφάσεις πρόκειται; Εν τέλει, όπως φαίνεται, συμβαίνει αυτό που ισχύει συνήθως: η διάγνωση είναι μάλλον πιο εύκολη υπόθεση από τη θεραπεία.

απόδοση στα ελληνικά Κώστας Θ. Καλφόπουλος  πηγη Goethe Ιnstitut