Ροή Ελλήνων γιατρών, καθώς μεταναστεύουν οι Γερμανοί







Ροή Ελλήνων γιατρών, καθώς μεταναστεύουν οι Γερμανοί


Καμπάνια στη Γερμανία με στόχο να σπουδάσουν οι νέοι Ιατρική

Της απεσταλμένης μας στο Βερολίνο Ιωαννας Φωτιαδη

«Είμαι παθολόγος, εργάζομαι με ζήλο για τη ζωή σας». Παρόμοια σλόγκαν διά στόματος γιατρών αναγράφονται σε χιλιάδες αφίσες, αναρτημένες σε όλη τη Γερμανία. Στόχος; Η τόνωση του «πληγωμένου» στάτους του ιατρικού επαγγέλματος, που ελάχιστους πλέον νέους προσελκύει, με συνέπεια να περιορίζεται δραματικά ο αριθμός των γιατρών. Σήμερα οι κενές θέσεις υπολογίζονται σε 6.000, ενώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Deutsches Krankenhaus Institut, το 2019 η Γερμανία θα υπολείπεται 37.300 γιατρούς. Μεγαλύτερο πλήγμα έχουν δεχθεί οι παθολόγοι, καθώς θεωρούνται οι πιο κακοπληρωμένοι – για τα γερμανικά πάντοτε δεδομένα. Για να περιοριστεί η «μάστιγα», η Ομοσπονδία των Γιατρών έβαλε βαθιά το χέρι στην τσέπη, επενδύοντας στην εν λόγω καμπάνια που θα διαρκέσει έως τον Ιανουάριο του 2017, με 15 εκατομμύρια ευρώ.

«Οι Γερμανοί έχουν γίνει φυγόπονοι», υποστηρίζει Γερμανίδα γιατρός, «δεν θέλουν να κοπιάσουν για έναν ηχηρό τίτλο σπουδών, τον οποίο δεν θα μπορέσουν να εξαργύρωσουν ανάλογα». Πολλοί είναι εκείνοι που δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές. «Εδώ το πρόγραμμα σπουδών θυμίζει σχολείο, απαιτεί συνεχή παρακολούθηση και αφοσίωση», επισημαίνει ο Ελληνας καθηγητής Παθολογίας στην Ιατρική του Βερολίνου, δρ Ιωάννης Αναγνωστόπουλος. «Πολλοί είναι εκείνοι που στο μεταξύ βρίσκουν κάποια καλοπληρωμένη δουλειά και εγκαταλείπουν». Την πλάτη στο ιατρικό λειτούργημα στρέφει το 30% των φοιτητών. Ωστόσο, μεγαλύτερη προσήλωση στον στόχο της Ιατρικής δίνουν οι Γερμανίδες· «έχουμε κατά 70% φοιτήτριες, ίσως γιατί οι γυναίκες έχουν μια πιο ρομαντική προσέγγιση στην επιλογή επαγγέλματος, τα κριτήριά τους δεν είναι αποκλειστικά υλιστικά».

Από τους Γερμανούς, πάντως, που θα φορέσουν τη λευκή ποδιά, μεγάλο ποσοστό μεταναστεύει συστηματικά σε Αμερική, Καναδά, Ελβετία, Μ. Βρετανία και Σουηδία. Ενδεικτικά, το 2008, 3.000 Γερμανοί μετανάστευσαν στο εξωτερικό, ενώ συνολικά 15.000 Γερμανοί γιατροί εργάζονται εκτός συνόρων. Ο λόγος; «Πέρα από τις ελκυστικές αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας σε άλλες χώρες είναι καλύτερες, οι ώρες λιγότερες αλλά και η γραφειοκρατική δουλειά που καλείται να κάνει ένας γιατρός πιο περιορισμένη», αναφέρει στην «Κ» ο υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Siegen, Ανδρέας Γκολφινόπουλος, που ασχολείται με το φαινόμενο μετανάστευση επιστημόνων.

Ποιος θα γιατρέψει, λοιπόν, τον Γερμανό ασθενή; Το καυτό ερώτημα βασανίζει συχνά πυκνά τους ιθύνοντες, που κάνουν τα τελευταία χρόνια έκκληση σε γιατρούς από το εξωτερικό να μεταναστεύσουν στη Γερμανία. Οι 2.556 Ελληνες γιατροί αποτελούν αισίως τη δεύτερη εθνοτική ομάδα, μετά τους Ρουμάνους (2.910) και πριν από τους Αυστριακούς (2.491). «Συνολικά, οι ανάγκες στον κλάδο της υγείας καλύπτονται από 32.548 ξένους γιατρούς, όταν το 1993 ήταν μόλις 10.275», επισημαίνει ο κ. Γκολφινόπουλος, «αλλά και πάλι υφίστανται σημαντικά κενά, προπαντός στην επαρχία». Μεγάλος αριθμός γιατρών καταφθάνει εδώ από το Ιράν και τη Συρία, ενώ γίνεται συστηματική προσπάθεια για προσέλκυση γιατρών από τις πρώην ανατολικές χώρες.

Το δέλεαρ για τους Ελληνες γιατρούς δεν είναι μόνο το οικονομικό, όπως ισχύει για τους γιατρούς από τη Ρουμανία ή τη Ρωσία, αλλά και η εξοικονόμηση χρόνου από την άμεση έναρξη της ειδικότητας. Ο μισθός του ειδικευόμενου γιατρού στη Γερμανία είναι κατά μέσο όρο 2.630 ευρώ, που συχνά μαζί με τις εφημερίες φτάνει τις 3.000 ευρώ, όταν στην Ελλάδα ξεκινάει από 800 ή 900 ευρώ, με την καταβολή του αντιτίμου των εφημεριών να είναι αμφίβολη. «Η ψαλίδα μεγαλώνει έτι περαιτέρω όσο ο γιατρός ανεβαίνει στην ιεραρχία», σημειώνει ο κ. Γκολφινόπουλος. «Βέβαια, οι μισθοί διαφοροποιούνται ανάλογα με το κρατίδιο». Πιο εύπορες, η Βαυαρία και η Βάδη-Βυρτεμβέργη.

Στην πλειονότητά τους, οι Ελληνες γιατροί χαίρουν εκτίμησης. «Διαπιστώνουν ερχόμενοι εδώ ότι έχουν επαρκή εφόδια από τις σπουδές τους στην πατρίδα», καταλήγει ο κ. Γκολφινόπουλος. Επιπλέον, κατορθώνουν να μιλούν καλύτερα τη γλώσσα σε σύγκριση με άλλους αλλοδαπούς, «ας μην ξεχνάμε ότι η ιατρική ορολογία είναι εν πολλοίς ελληνική, κάτι που αναμφισβήτητα βοηθάει...».

Εξαιρετικές συνθήκες εργασίας

«Για να γίνεις καλός ΩΡΛ, πρέπει να πας στη Γερμανία». Αυτό συμβούλευσαν τον 33χρονο Γιώργο Καρκατζούλη. «Ετσι, μετακόμισα στη Γερμανία τον Μάιο του 2009, προτού ξεκινήσει η κρίση και χωρίς να έχω αναμονή για την ειδικότητά μου, αλλά και χωρίς να γνωρίζω γερμανικά» διηγείται σήμερα στην «Κ» από το Düsseldorf. «Η δική μου ιστορία δεν περιέχει στάλα μελό, όλα κύλησαν ομαλά». Μετά λίγους μήνες εντατικών γερμανικών, βρήκε θέση ειδικότητας στο Magdeburg της Αν. Γερμανίας, «ο διευθυντής με στήριξε ιδιαίτερα, το ωράριό μας ήταν εξαιρετικά ανθρώπινο». Παρά τον βομβαρδισμό των κακών ειδήσεων για την Ελλάδα, ο Γιώργος ελάμβανε από τους ασθενείς του δώρα και ευχαριστήριες κάρτες. «Αμφιβάλλω αν Ελληνες θα δέχονταν καν να τους εξετάσει κάποιος που μιλάει σπαστά τη γλώσσα τους». Παρά τις εξαιρετικές συνθήκες εργασίας, βέβαια, σκέφτεται στο μέλλον να επιστρέψει Ελλάδα. «Θέλω να υιοθετήσω τα καλά χαρακτηριστικά του Γερμανού γιατρού: την ευγένεια και την προσήνειά του».



Η Δρέσδη κέρδισε και την 34χρονη Πόπη Καλαϊτζή από τη Θεσσαλονίκη, που έχει ήδη ολοκληρώσει δύο χρόνια ειδικότητας, ενώ παρακολουθεί και μεταπτυχιακό πρόγραμμα. «Βρέθηκα ως επισκέπτρια τον Ιούλιο σε ιδιωτική κλινική αποκατάστασης και αποφάσισα να αλλάξω σχέδια» ομολογεί. «Στην εν λόγω κλινική, πέρα από τον άρτιο εξοπλισμό, η αντιμετώπιση του ασθενούς είναι ολιστική, η αποκατάσταση δεν περιορίζεται μόνο σε ορθοπεδικά ή νευρολογικά περιστατικά» διευκρινίζει. «Παράλληλα, ο γιατρός απαλλάσσεται από τον όγκο της γραφειοκρατικής δουλειάς, που φορτώνεται στην Ελλάδα».


πηγη απο kathimerini.gr