Συνταξιούχοι γερμανοί συνεχίζουν να εργάζονται




Εργαζόμενοι συνταξιούχοι: επιλογή ή ανάγκη;
Στη Γερμανία όλο και περισσότεροι συνταξιούχοι συνεχίζουν να εργάζονται. Για ποιόν λόγο άραγε;
Τα στοιχεία είναι εντυπωσιακά: 761.000 άνθρωποι συνεχίζουν να εργάζονται στη Γερμανία, παρότι έχουν συμπληρώσει ήδη το όριο συνταξιοδότησης και λαμβάνουν κανονικά τη σύνταξή τους. Κάποιοι από αυτούς έχουν περάσει τα 74 τους χρόνια. Συνολικά στη Γερμανία ζουν 17 εκατομμύρια συνταξιούχοι και ο αριθμός εκείνων που εργάζονται έχει αυξηθεί κατά 60% από το 2000! Οι περισσότεροι από αυτούς δεν επιδίδονται βέβαια σε εξαντλητικά καθημερινά ωράρια, αλλά απασχολούνται στις αποκαλούμενες «μίνι δουλειές» (mini jobs), δηλαδή βοηθητικές εργασίες με μειωμένο ωράριο, αμοιβή έως 400 ευρώ μηνιαίως και χωρίς ασφαλιστική ή συνταξιοδοτική κάλυψη.
Γιατί όμως γίνεται αυτό; Ο Χέρμπερτ Μπούσερ, συνεργάτης του Οικονομικού Ινστιτούτου στο Χάλλε, υποστηρίζει ότι για τους περισσότερους η συνέχιση του εργασιακού βίου αποτελεί ελεύθερη, προσωπική τους επιλογή: «Σήμερα κανείς δεν θεωρείται ξοφλημένος στα 65 του. Οι άνθρωποι αισθάνονται ότι είναι ακόμα σωματικά, αλλά και πνευματικά ακμαίοι για να απασχοληθούν με κάποιον τρόπο, είτε σε εθελοντική εργασία, είτε επί πληρωμή».




«Ανάγκη για επιβίωση»
Οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι απασχολούνται συνήθως σε βοηθητικές δουλειές με μισθό έως 400 ευρώ.
Τα συνδικάτα έχουν διαφορετική άποψη. Η Ανελί Μπούντενμπαχ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου στην ομοσπονδία γερμανικών συνδικάτων υποστηρίζει ότι πολλοί συνταξιούχοι εργάζονται, γιατί πολύ απλά δεν τους φτάνει η πενιχρή σύνταξη που παίρνουν: «Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να απολαύσουν την ήρεμη ζωή του συνταξιούχου. Αναγκάζονται να κάνουν κακοπληρωμένες δουλειές για να τα βγάλουν πέρα», υποστηρίζει.

Ωστόσο οι απόψεις διίστανται ως προς την ερμηνεία των στατιστικών στοιχείων. Μάλιστα ο οικονομολόγος Χέρμπερτ Μπούσερ υποστηρίζει ότι δεν μπορεί κανείς να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα για το κατά πόσον οι σημερινές συντάξεις είναι επαρκείς ή όχι, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει ολοκληρωμένη στατιστική καταγραφή. «Οι στατιστικές αναφέρονται συνήθως στις συντάξεις που δίνουν τα δημόσια ασφαλιστικά ταμεία. Αλλά πρέπει να υπενθυμίσω ότι πολλοί συνταξιούχοι παίρνουν και επικουρική σύνταξη από την επιχείρισή τους ή έχουν προβλέψει να αποταμιεύσουν χρήματα σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, οπότε δεν μπορούμε να έχουμε πλήρη εικόνα».

Οι ειδικοί στην αγορά εργασίας θεωρούν ότι οι συνταξιούχοι με υψηλή επαγγελματική εξειδίκευση δεν παραμένουν οικονομικά ενεργοί επειδή έχουν ανάγκη να εργαστούν, αλλά από προσωπική επιλογή. Η Ανελί Μπούντενμπαχ από την ομοσπονδία γερμανικών συνδικάτων διαφωνεί με αυτήν την εκτίμηση:

«Αν ήταν τόσο απλό, τότε αναρωτιέται κανείς γιατί να μην έχουν και αυτοί οι άνθρωποι κανονικό εργασιακό καθεστώς με πλήρη ασφαλιστική κάλυψη, έτσι ώστε να κερδίζουν και περισσότερα χρήματα, κάτι που θα ανταποκρινόταν και στο επαγγελματικό προφίλ τους. Προφανώς αυτό δεν συμβαίνει γιατί η αγορά εργασίας δεν προβλέπει κανονικό εργασιακό καθεστώς για τους ηλικιωμένους».

Οι νεόπτωχοι συνταξιούχοι της Αν. Γερμανίας
Ποιοί προτιμούν να εργάζονται αντί να απολαύσουν τη σύνταξή τους;

Το σίγουρο είναι ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές στο επίπεδο των συντάξεων στο εσωτερικό της Γερμανίας. Ιδιαίτερα πολλοί Ανατολικογερμανοί συνταξιούχοι εργάζονται για να βελτιώσουν το πενιχρό εισόδημά τους, και να ξεφύγουν από τη «φτώχεια της τρίτης ηλικίας», τονίζει ο Χέρμπερτ Μπούσερ από το Οικονομικό Ινστιτούτο στη Χάλλε: «Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους έχουν ασυνήθιστα βιογραφικά με περιόδους μακροχρόνιας ανεργίας ή υποαπασχόλησης, οπότε η σύνταξη που παίρνουν από ένα δημόσιο ασφαλιστικό ταμείο είναι ανεπαρκής».

Επιπλέον, στο παλαιό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας η σύνταξη καθοριζόταν αποκλειστικά από το κράτος και οι εργαζόμενοι δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν επικουρική σύνταξη από την επιχείρησή τους, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε μεγάλες δυτικογερμανικές επιχειρήσεις. Η «φτώχεια της τρίτης ηλικίας» πλήττει κυρίως τις γυναίκες που είχαν διακόψει ή τερματίσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα για να ασχοληθούν με την ανατροφή των παιδιών.

πηγή DW
Ole Kämper / Γιάννης Παπαδημητρίου
Υπεύθ. σύνταξης: Μαρία Ρηγούτσου