Το «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα» ταξίδεψε φέτος ανά την Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη σχεδόν τη Γερμανία στην προσπάθεια του να καταγράψει την ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης της δεκαετίας του ’60.Στην πορεία της έρευνας μια σύγκρουση παρελθόντος και παρόντος ήταν πανταχού παρούσα.
Άκουσα ιστορίες ανθρώπων που στην μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και πήραν τη δύσκολη απόφαση της ξενιτιάς, όπως ακριβώς σήμερα χιλιάδες άνθρωποι που έχουν υποφέρει την εξαθλίωση ξεκινούν από κάθε γωνιά του κόσμου με την απόφαση ότι «όπου γης πατρίς», παλεύοντας για τα αυτονόητα.
Κάθε Έλληνας που μετανάστευσε είχε να διηγηθεί το «μεγάλο ταξίδι». Άνθρωποι που δεν είχαν βγει ποτέ από το χωρίο τους πουλούσαν και την τελευταία τους κατσίκα για να εξασφαλίσουν το εισιτήριο τους ως τον Πειραιά, από όπου θα μεταφέρονταν με ένα σαπιοκάραβο στην Ιταλία κι από εκεί στοιβαγμένοι σε ένα τρένο σαν τα ζώα, στο σταθμό του Μονάχου. Κάθε φορά που άκουγα αυτή την ιστορία στο μυαλό μου ερχόταν ο Χασάν, ο οποίος πριν από 5 χρόνια και όντας μόλις 15 χρονών ξεκίνησε από το Πακιστάν με τα πόδια, διέσχισε όλα τα βουνά του Ιράκ, πέρασε στην Τουρκία κι από εκεί, εφόσον έδωσε όλες του τις οικονομίες σε δουλέμπορους, στοιβαγμένος με άλλους στην κρύπτη ενός φορτηγού, όπου ίσα-ίσα που μπορούσε να πάρει ανάσα, πέρασε στην Ελλάδα.
Ταξιδεύοντας με το τρένο από τη Στουτγάρδη προς το Μόναχο, είδα στον ορίζοντα τις εγκαταστάσεις που τα παρακείμενα εργοστάσια χρησιμοποιούσαν για τη στέγαση των ξένων εργατών τους. Ήταν τα λεγόμενα χάιμ, που όπως περιέγραψαν οι άνθρωποι που ζήσανε σε αυτά ήταν μικρά δωμάτια με κουκέτες, όπου έμεναν 4 έως 8 εργάτες κάθε φορά μαζί. Η εικόνα αυτή αν και τόσο μακριά από την Ελλάδα αλλά και τόσο μακρινή στο παρελθόν, μου έφερε στο μυαλό εικόνες που βλέπω κάθε μέρα. Είδα στα χάιμ της Γερμανίας, τα διαμερίσματα στον κέντρο της Αθήνας όπου ζουν κατά ομάδες οι μετανάστες και τα οποία οι «αγανακτισμένοι» ιδιοκτήτες τους ενοικιάζουν με το κεφάλι για να γεμίζουν τις τσέπες τους και για να διαμαρτύρονται μετά ότι υποβαθμίζουν την περιοχής τους.
Οι Έλληνες που μετανάστευσαν στη Γερμανία την δεκαετία του ’60, άνθρωποι 70-80 χρονών σήμερα, θυμούνται ακόμα με πίκρα την περίοδο που οι Γερμανοί τους αντιμετώπιζαν σαν ξένους. Ακόμη κακοφαίνεται στην γλυκύτατη 83χρονη, κυρία Εύα που ζει στη Στουτγάρδη το γεγονός ότι επειδή οι Γερμανοί δεν ήταν μαθημένοι να τρώνε σκόρδο, όταν καμιά φορά μαγείρευε φακές κι έμπαινε στο τραμ, αν τύχαινε να τους μυρίσει την αποκαλούσαν «το γουρούνι». Ακόμη μου κακοφαίνεται κι εμένα όταν μια πιτσιρίκα στο διπλανό αυτοκίνητο, πέρυσι το καλοκαίρι, είπε με ξιπασμό σε έναν Αφρικανό που πήγε να τις πλύνει τα τζάμια «θα τα καθαρίσεις εσύ που στη χώρα σου δεν ξέρετε τι είναι το σαπούνι;».
Οι άνθρωποι που 50 χρόνια μετά συνεχίζουν να ζουν στη Γερμανία, μίλησαν με ευγνωμοσύνη για μια Γερμανία που τους υποδέχτηκε σαστισμένη, αλλά στην πορεία βρήκε τον προσανατολισμό της και τους ενσωμάτωσε κάνοντας τους να νιώθουν πως έχουν πια και μια δεύτερη πατρίδα. Αναρωτιέμαι πόσοι από τους ανθρώπους που έχουν βρεθεί στην Ελλάδα αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο μπορούν να νιώσουν την ίδια ευγνωμοσύνη;
Οι Έλληνες πέρασαν πολλές φορές στην μακρόχρονη ιστορία τους τα σύνορα, μεταναστεύοντας στα 4 σημεία του ορίζοντα. Σε μια κοινωνία που χτίζει τείχη μίσους, θα μπορέσουν άραγε σήμερα να περάσουν και να αφήσουν μια για πάντα πίσω τους και τα νοητά σύνορα που χωρίζουν τους ανθρώπους σε ράτσες και φυλές;
Γιατί αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση σε αυτό το ταξίδι στο μεταναστευτικό παρελθόν των Ελλήνων, ήταν ότι γνώρισα και κάποιους ανθρώπους -λίγους, αλλά υπήρχαν κι αυτοί- που έκλαιγαν ενθυμούμενοι το ρατσισμό που βίωσαν και πριν προλάβουν να σκουπίσουν τα δάκρυα τους γινόντουσαν οι ίδιοι ρατσιστές. Βλέποντας μετανάστες να ξεχνούν ότι υπήρξαν μετανάστες από τη μία και ενθυμούμενη από την άλλη εικόνες με τους Έλληνες να τρέχουν στην Ομόνοια για να δώσουν ρούχα, τρόφιμα και τσιγάρα στους Αλβανούς που είχαν πρωτοέρθει όταν άνοιξαν τα σύνορα, αναρωτιέμαι τι έφταιξε και αυτοί οι άνθρωποι έγιναν ρατσιστές;
Η απάντηση είναι εύκολη. Έφταιξαν οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν και ποτέ δεν έλαβαν υπόψη τους τους μετανάστες σαν ισότιμα μέλη της κοινωνίας. Έφταιξαν οι πολιτικές που δε θέλησαν να δώσουν ευκαιρίες σε αυτούς τους ανθρώπους. Οι Έλληνες δεν είμαστε ρατσιστές εξ’ορισμού – θα ήταν άλλωστε ρατσιστικό το να ειπωθεί κάτι τέτοιο. Η έλλειψη μεταναστευτικής πολιτικής με επίκεντρο τον ανθρωπισμό όμως, οδήγησε πολλούς από εμάς στο να γίνουμε.
πηγή από Της Ελένης Μπέλλου/Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα