Η Αμερική ανοίγει πόρτες στα ταλέντα του κόσμου Το λόμπι της Σίλικον Βάλεϊ διατείνεται ότι το γηγενές εργατικό δυναμικό δεν καλύπτει τις ανάγκες των εταιρειών του κλάδου Το νομοσχέδιο για τη μετανάστευση που υπερψηφίστηκε με διακομματική συναίνεση στα τέλη Ιουνίου από την αμερικανική Γερουσία -αλλά όχι από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου η ρεπουμπλικανική πλειοψηφία δεν έχει πειστεί ακόμα ότι επιτρέπεται η συνεργασία με τον πρόεδρο Ομπάμα σε ένα τόσο καίριο ζήτημα- δεν πάσχει από έλλειψη αμφιλεγόμενων διατάξεων. Μία εξ αυτών, η οποία διέγειρε τα πολιτικά πάθη, ήταν η τροποποίηση των όρων παροχής προσωρινής βίζας τύπου H-1B σε εξειδικευμένους αλλοδαπούς εργαζομένους, που διευκολύνει την πρόσληψή τους από αμερικανικές εταιρείες – κυρίως από τους τιτάνες της τεχνολογίας, όπως η Google, η Microsoft και το Facebook. Το λόμπι της Σίλικον Βάλεϊ, που τα τελευταία χρόνια επιδεικνύει τους πολιτικούς του μυς με αυξανόμενη συχνότητα, επιχειρηματολόγησε ότι το γηγενές εργατικό δυναμικό δεν καλύπτει τις ανάγκες των εταιρειών του κλάδου. Εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων, από την πλευρά τους, επιμένουν ότι το μέτρο επιτρέπει στις εταιρείες να προσλαμβάνουν εργαζομένους από τις αναπτυσσόμενες χώρες με μειωμένες απαιτήσεις και να πιέζουν προς τα κάτω τους μισθούς. Το συνδικαλιστικό λόμπι ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται πραγματική έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων, κάτι που αποδεικνύεται, όπως διατείνεται, από το γεγονός ότι οι μισθοί στους κλάδους όπου υπάρχει η μεγαλύτερη ζήτηση για τις θεωρήσεις H-1B είναι στάσιμοι εδώ και χρόνια. Οι γερουσιαστές αποφάσισαν να αυξήσουν τον αριθμό των αδειών H-1B από τις 65.000 στις 115.000 ετησίως, με δυνατότητα περαιτέρω αύξησης ώς τις 180.000. Στην απόφασή τους αυτή αναμφίβολα μέτρησαν τα ευρήματα μιας σειράς μελετών -από το Harvard Business School, το ινστιτούτο Brookings, το γραφείο προϋπολογισμού του Κογκρέσου- που συμπεραίνουν ότι η αύξηση στον αριθμό των εξειδικευμένων αλλοδαπών επηρεάζει θετικά τόσο το επίπεδο απασχόλησης όσο και το επίπεδο των μισθών των Αμερικανών. Ο Βίβεκ Ουάντουα, o Ινδοαμερικανός ιδρυτής εταιρειών software, διδάσκων σε κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα (Stanford, Duke) και υπέρμαχος της μεταναστευτικής μεταρρύθμισης, θεωρεί ότι οι ισχυρισμοί του εργατικού κινήματος για τη στασιμότητα των μισθών είναι εσφαλμένοι. Οπως δηλώνει στην «Κ»: «Μια βόλτα να κάνετε στη Σίλικον Βάλεϊ, το καταλαβαίνετε αμέσως. Οι εταιρείες εδώ ψάχνουν απελπισμένα για άτομα με τα σωστά προσόντα. Στους τομείς όπου προσλαμβάνουν, οι μισθοί αυξάνονται εντυπωσιακά». Ο Νιλ Ρουίζ, ειδικός σε θέματα μεταναστευτικής πολιτικής στο Brookings, παρατηρεί ότι «οι έρευνές μας έδειξαν ότι αλλοδαποί με υψηλά επίπεδα εξειδίκευσης στους οποίους έχει χορηγηθεί η βίζα H-1B πληρώνονται περισσότερο από Αμερικανούς εργαζομένους σε αντίστοιχες θέσεις με την ίδια προϋπηρεσία». Δεν ισχύει όμως ότι οι νεοεισερχόμενοι αλλοδαποί αντικαθιστούν Αμερικανούς μεγαλύτερης ηλικίας; Ο κ. Ουάντουα το παραδέχεται, σημειώνοντας ότι «τα προσόντα των γηραιότερων Αμερικανών τείνουν να είναι απαρχαιωμένα. Γι’ αυτό δυσκολεύονται να βρουν δουλειά. Το επιχείρημα των συνδικάτων είναι ότι δεν πρέπει να φέρουμε άλλους εργαζομένους έως ότου βρούμε δουλειές για αυτούς που είναι εδώ. Αλλά αυτοί που είναι εδώ δεν έχουν τα προσόντα που χρειάζονται οι εταιρείες». Το νομοσχέδιο της Γερουσίας, που επιχειρεί την πιο εκτεταμένη μεταρρύθμιση της μεταναστευτικής πολιτικής από την εποχή του Ρόναλντ Ρέιγκαν, περιλαμβάνει κι άλλες διατάξεις που έχουν σκοπό να προσαρμόσουν τις μεταναστευτικές ροές στις ανάγκες της αμερικανικής οικονομίας. Για παράδειγμα, παρέχει μόνιμη διαμονή στις ΗΠΑ σε οποιονδήποτε κάτοχο διδακτορικού, από ίδρυμα οποιασδήποτε χώρας, αρκεί να έχει βρει δουλειά στον τομέα του. Επιπλέον, προβλέπεται η χορήγηση «start-up visa» σε αλλοδαπούς επιχειρηματίες που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια. Η λογική είναι σαφής: να ανοίξει ξανά η Αμερική τις πόρτες της στα κορυφαία ταλέντα από όλον τον κόσμο, πολιτική που, όπως ακατάπαυστα επαναλαμβάνει ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ (εγγονός Ρωσοεβραίων μεταναστών), την ανέδειξε σε παγκόσμια υπερδύναμη και που η αντιστροφή της συνιστούσε, στα μάτια του, «εθνική αυτοκτονία». Τα σύνορα Οι θετικές επιπτώσεις τού υπό συζήτηση νομοσχεδίου δεν περιορίζονται μόνο στην προσέλκυση δημιουργικών ανθρώπων με υψηλά επαγγελματικά προσόντα από όλο τον κόσμο. Μεταξύ άλλων, αν εγκριθεί, θέτει σε διαδικασία χορήγησης ιθαγένειας τα 11 εκατομμύρια των μεταναστών που εκτιμάται ότι έχουν εισέλθει παράνομα στη χώρα. Η διαδικασία είναι περίπλοκη και χρονοβόρα -διαρκεί 13 χρόνια- ώστε να μην εκληφθεί το μέτρο ως ανταμοιβή για την παραβίαση των νόμων. Ωστόσο, με τη θεσμοθέτηση της συγκεκριμένης διάταξης, νομιμοποιείται άμεσα η διαμονή των ατόμων αυτών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ετσι, όπως παρατηρεί ο Β. Ουάντουα, «βγαίνουν από το σκοτάδι, ανακτούν την αξιοπρέπειά τους και θα μπορούν να συμμετάσχουν ισότιμα στην αμερικανική οικονομία». O Ν. Ρουίζ του Brookings συμφωνεί, σημειώνοντας ότι «σύμφωνα με το γραφείο προϋπολογισμού του Κογκρέσου, η νομιμοποίηση των μεταναστών με έγγραφα θα αυξήσει μακροπρόθεσμα τα δημόσια έσοδα». Παράλληλα, για όσους ανησυχούν ότι τα νότια σύνορα της χώρας έχουν μετατραπεί σε ξέφραγο αμπέλι, το νομοσχέδιο προβλέπει να δαπανηθούν 46 δισ. δολάρια για νέους φράχτες, διπλασιασμό των δυνάμεων της συνοριοφυλακής και ενίσχυση των υποδομών παρακολούθησης στα περάσματα από το Μεξικό. Ακόμα πιο ουσιωδώς, υποχρεώνει τους εργοδότες να βεβαιώνουν ότι οι εργαζόμενοί τους διαθέτουν άδεια να εργάζονται στις ΗΠΑ, με αυστηρές ποινές για όσους δεν συμμορφώνονται. πηγη απο Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ |