Μετανάστευση: ευλογία ή κατάρα;
Του Παντελή Κυπριανού*
Στην Πελοπόννησο, την Ηπειρο, φαντάζομαι σ’ όλη τη χώρα, διακρίνεις εύκολα στις πλατείες και τα πανηγύρια Ελληνες μετανάστες στις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Γερμανία… Ηρθαν να δουν τα μέρη τους, τους δικούς τους αλλά και να συντρέξουν τον τόπο στις δύσκολες τούτες στιγμές. Η εικόνα αυτή σπάει το στερεότυπο του μετανάστη που αφήνει τον τόπο του καθώς αδυνατεί να ζήσει και πάει στα ξένα.
Από το 1890 μέχρι σήμερα είχαμε στην Ελλάδα πέντε βασικά μεταναστευτικά κύματα. Με τη σταφιδική κρίση και μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, το 1912, έχουμε το πρώτο κύμα, κυρίως από την Πελοπόννησο, προς τις ΗΠΑ. Παράλληλα και μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εκατοντάδες νέοι μεταβαίνουν στην Ευρώπη, τη Γαλλία και τη Γερμανία κυρίως, για σπουδές. Μετά τον Εμφύλιο ένας αριθμός, κυρίως αριστερών, μεταναστεύει πέραν του Ατλαντικού για να ακολουθήσει, από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 μέχρι και το 1974, το μεγάλο ρεύμα προς το Βέλγιο αρχικά και τη Δυτική Γερμανία στη συνέχεια. Το ίδιο διάστημα ένα αυξανόμενος αριθμός νέων, 30.000 κοντά, σπουδάζει στο εξωτερικό, κυρίως την Ιταλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ.
Μετά την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, το 1980, κάποιες χιλιάδες πάνε, ή επιστρέφουν, στις χώρες-μέλη της, τη Γερμανία κατά πρώτον. Το ίδιο διάστημα ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών σε ξένα πανεπιστήμια, κυρίως βρετανικά τώρα, αυξάνει και φτάνει στο γύρισμα του αιώνα τις 50.000. Η μετανάστευση, τέλος, παίρνει διαστάσεις μετά το 2009, αγγίζει ομάδες χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες αλλά, για πρώτη φορά, νέους με πτυχία και σπουδές. Πρόκειται για μια σημαντική αλλαγή στις μεταναστευτικές ροές. Μέχρι το 1940 οι νέοι που σπούδαζαν στο εξωτερικό συνήθως επέστρεφαν στη χώρα και ασκούσαν αξιοδοτημένες κοινωνικά δουλειές. Μετά τον πόλεμο ένα μέρος των φοιτητών έμενε για κάποιο διάστημα στη χώρα σπουδών. Σήμερα οι περισσότεροι νέοι που σπουδάζουν στην Ελλάδα ψάχνουν δουλειά στο εξωτερικό αγνοώντας και οι ίδιοι αν θα επιστρέψουν.
Αναμφίβολα η μετανάστευση δεν αφορά μόνο εμάς. Από τα 7 δισεκατομμύρια που αριθμεί σήμερα η Γη, ένα δισεκατομμύριο είναι μετακινούμενοι, 750 εκατομμύρια εντός εθνικών συνόρων και 250 εκτός. Οι μετακινήσεις είναι πάντα κυρίως από τις φτωχότερες χώρες στις πλουσιότερες, αλλά με δύο διαφορές. Οι πλουσιότερες χώρες προσβλέπουν πλέον σε νέους με προσόντα για να αποκτήσουν υψηλά εξειδικευμένο προσωπικό, να βελτιώσουν τους δημογραφικούς τους δείκτες και να αποφύγουν κοινωνικά προβλήματα στο μέλλον. Κατά δεύτερον, για πρώτη φορά μετανάστες από πλούσιες χώρες, ιδιαίτερα συνταξιούχοι με μικρές ή μεσαίες συντάξεις, εγκαθίστανται σε φτωχότερες, όπως το Μαρόκο, με την προσδοκία ότι θα τους φτάσουν τα λεφτά.
Ευλογία η μετανάστευση ή κατάρα; Με όρους κράτους-έθνους οι συνέπειες είναι περισσότερο αρνητικές. Από το 1890 μέχρι σήμερα η μετανάστευση ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη στασιμότητα του πληθυσμού της χώρας και τη γήρανσή του. Με τη μετανάστευση, όμως, αμβλύνθηκαν κοινωνικά προβλήματα και τα εμβάσματα των μεταναστών βοήθησαν στην οικονομική ανάπτυξη. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους μετανάστες. Οικογένειες διαλύθηκαν, πολλοί έζησαν στην ανασφάλεια και την ανέχεια και τα παιδιά τους έμειναν μακριά από το σχολείο. Αλλοι, ωστόσο, πρόκοψαν σε πολλούς τομείς.
Με την οικονομική κρίση, διεθνή και εγχώρια, και την παγκοσμιοποίηση τα πράγματα έγιναν συνθετότερα. Πέρα από τους κλασικούς οικονομικούς μετανάστες, υπάρχουν και κάποιοι, αριθμητικά ασφαλώς πολύ λιγότεροι από τους πρώτους, που διεκδικούν θέση σε σημαντικούς θεσμούς, μεγάλες εταιρείες, πανεπιστήμια, διεθνείς οργανισμούς. Το εγχείρημα αναζήτησης μιας θέσης σε τέτοιους θεσμούς αναμφίβολα προϋποθέτει δεξιότητες και προσόντα και μαρτυρά μια κοινωνία εξωστρεφή.
Η μαζική μετανάστευση, ωστόσο, ανεξάρτητα από την κατοπινή τύχη των μετακινούμενων, συνιστά ένα δυνάμει σοβαρό κίνδυνο για την ύπαρξη μιας κοινότητας, ιδιαίτερα όταν αγγίζει τα πιο νέα και δυναμικά τμήματά της. Οι γενικόλογες επικλήσεις περί καλύτερου μέλλοντος και, ακόμη χειρότερα, η κατασκευή εχθρού (των αλλοδαπών που έμειναν ή ξέμειναν) που δήθεν παίρνουν τις δουλειές των δικών μας παιδιών, δεν λύνουν κανέναν πρόβλημα. Μέχρι πρόσφατα δεν είχαμε βαρβάρους αλλά είχαμε εκατομμύρια Ελληνες μετανάστες. Ζητούμενο συνεπώς είναι η χάραξη μιας μακροπρόθεσμης σοβαρής στρατηγικής που θα εμπνεύσει και θα δώσει δουλειά σε μεγάλους και σε νέους.
*Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών
πηγή από http://www.efsyn.gr/?p=91597