«Εψαχνα μια σανίδα σωτηρίας, όταν μου πρότεινε μια γνωστή να την ακολουθήσω στη Γερμανία», διηγείται η 53χρονη Σία Βλάχου, η οποία, μολονότι είχε διαγνωστεί με ασθένεια που έχρηζε άμεσης επέμβασης, επέλεξε να μεταναστεύσει στη Γερμανία για να εργαστεί. «Πούλησα μέχρι και το τελευταίο χρυσαφικό της μάνας μου για να αγοράσω το εισιτήριο», ομολογεί. «Eυελπιστούσα ότι θα είχα Ελληνες γύρω μου, που θα με βοηθούσαν». Οι προσδοκίες της, όμως, διαψεύστηκαν, όταν στην πρώτη της δουλειά σε καθαριστήριο Ελληνα πληρωνόταν αρχικά με 5 ευρώ την ώρα και, κατόπιν «διαπραγματεύσεων», με 6 ευρώ (το κατώτατο ωρομίσθιο στη Γερμανία έχει ορισθεί στα 8,5 ευρώ). Οταν έξι μήνες αργότερα ανακοίνωσε ότι η ασθένεια «ξαναχτύπησε», ο εργοδότης της υπέγραψε αυθημερόν την απόλυσή της.
Μετά την ανάρρωση η επόμενη εργασιακή εμπειρία σε συνεργείο καθαρισμού, πάλι υπό ελληνική διεύθυνση, επίσης έληξε εξίσου άδοξα. «Πληρωνόμουν για δύο ώρες, δούλευα πέντε συν υπερωρίες. Οι Ελληνες εδώ μας βλέπουν με μισό μάτι, πιστεύουν ότι ήρθαμε να τους πάρουμε τα πρωτεία», σημειώνει από το Ratingen, όπου σήμερα κατοικεί και εργάζεται.
Οπως διαπίστωσε η «Κ» έπειτα από σειρά συνεντεύξεων με νεομετανάστες, εργοδότες αλλά και φορείς στη Γερμανία, παρόμοια περιστατικά εργασιακής εκμετάλλευσης αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των ανειδίκευτων εργαζομένων που φεύγουν από την Ελλάδα κυνηγημένοι από τα χρέη, αναζητώντας αποκούμπι σε κάποια ελληνική επιχείρηση. Καταλήγουν, όμως, εγκλωβισμένοι στην ευρωπαϊκή «Γη της Επαγγελίας». Δυνάστες τους, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, είναι τα παιδιά των πάλαι ποτέ Gastarbeiter, που οι ίδιοι αρέσκονται να αποκαλούν «Λαζογερμανούς».
«Εδώ και δύο χρόνια η εργασιακή εκμετάλλευση βρίσκεται σε έξαρση», επιβεβαιώνει ο δρ Κωνσταντίνος Γουμάγιας, δικηγόρος που δραστηριοποιείται στο Ντίσελντορφ. Ετσι, το 50% των πελατών που φτάνουν στο γραφείο του είναι Ελληνες που προτίθενται να κατηγορήσουν άλλους Ελληνες. Για τον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης, δρα Μιχάλη Δαμανάκη, που έχει εκπονήσει έρευνα για τη νεομετανάστευση, το φαινόμενο παραπέμπει μεταξύ άλλων στη διαχρονική πάλη γενεών μέσα στις κοινότητες των μεταναστών και έχει ιστορική συνέχεια. «Οταν οι Ελληνες Gastarbeiter παλιννοστούσαν στην Ελλάδα, οι φοιτητές που σπούδαζαν στη Γερμανία “σνόμπαραν” τους εναπομείναντες καταστηματάρχες», υπενθυμίζει.
«Πολλοί Έλληνες ευρισκόμενοι σε οικονομική δυσκολία ακολουθούν άκριτα ένα κύμα μετανάστευσης προς τη Γερμανία, χωρίς να συνυπολογίζουν όλους τους παράγοντες» ισχυρίζεται ο δρ. Γουμάγιας, προσπαθώντας να ερμηνεύσει το φαινόμενο. «Συμβουλεύω όσους απασχολούνται στη γαστρονομία να καταγράφουν λεπτομερώς τις ώρες και μέρες εργασίας τους, εφόσον δεν έχουν υπογράψει συμβόλαιο» καταλήγει «ενώ υπενθυμίζω σε όλους ότι το γερμανικό Κράτος Πρόνοιας δεν είναι πλέον αυτό που ήταν. Συνεπώς, δεν μπορούν να επαφίενται στα επιδόματα».
«Κοστολογούσε τον ιδρώτα μου 2 ευρώ την ώρα»
«Οι τέσσερις μήνες δουλειάς στη Γερμανία βαραίνουν μέσα μου σαν δύο χρόνια», διηγείται σήμερα από την Αθήνα ο κ. Θωμάς Τσίκος. Πριν από ένα χρόνο μετακόμισε με τη σύζυγό του στη Γερμανία, «όπως με παρότρυναν όλοι από καιρό». Η πρώτη πρόταση για δουλειά στην αποθήκη γερμανικής εταιρείας αποδείχθηκε κάλπικη. Παρά τις συστάσεις του περιβάλλοντός του να «μείνει μακριά από τις ταβέρνες», ο κ. Τσίκος προσέγγισε τότε έναν ιδιοκτήτη εστιατορίου. «Δεν έχω ξαναδουλέψει, αλλά τα χέρια μου πιάνουν», του είπε.
Ο κλάδος της εστίασης είναι ένας χώρος στον οποίο μπορεί κανείς συνήθως να εργαστεί χωρίς γνώσεις γερμανικών με την ελπίδα να μετακινηθεί αργότερα. «Δεν είχα σκοπό να ριζώσω στην εστίαση», λέει ο κ. Τσίκος, ο οποίος όμως με τον καιρό διαπίστωσε ότι μένοντας στην ταβέρνα, δεν είχε καμία ανεξαρτησία για να αναζητήσει αλλού την τύχη του.
Τον ρόλο των εστιατορίων ως προθάλαμο για την εκμάθηση της γλώσσας και τη μετακίνηση σε άλλους χώρους επιβεβαιώνει και ο δρ Μιχάλης Δαμανάκης. «Οι Ελληνες εστιάτορες τη στιγμή αυτή είναι ευχή και κατάρα μαζί», επισημαίνει. Ομως για την κ. Δέσποινα Αγγέλογλου, κοινωνική λειτουργό στη Diakonie, την κοινωνική υπηρεσία της Ευαγγελικής Εκκλησίας, η οποία είχε αναλάβει τη φροντίδα των Ελλήνων μεταναστών το ’60 και εξακολουθεί να είναι στελεχωμένη με επιστήμονες ελληνικής καταγωγής, αποτελεί και τον χώρο με τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα εργασιακής εκμετάλλευσης.
Στην περίπτωση του κ. Τσίκου, ο εργοδότης είχε υποσχεθεί μισθό 1.500 ευρώ μεικτά για απασχόληση στην κουζίνα. «Εγώ είμαι άνδρας, ό,τι συμφωνήσαμε, συμφωνήσαμε», του έλεγε κάθε φορά που ο κ. Τσίκος έθιγε την αναγκαιότητα συμβολαίου. Μέρα με τη μέρα, όμως, τα δεδομένα άλλαζαν. Οι 9 ώρες έγιναν 12 και 13 και όταν ήρθε η… ώρα της αλήθειας, ο κ. Τσίκος εισέπραξε 750 ευρώ και άλλα τόσα η σύζυγός του.
«Κοστολογούσε τον ιδρώτα μου 2 ευρώ την ώρα». Επειτα από συζητήσεις ο εργοδότης έδωσε στο ζευγάρι αύξηση 50 ευρώ. «Θα πέσουν κάτω πια, δώσ’ τους ρεπό», παρότρυναν τον εστιάτορα οι συνάδελφοί του, καθώς ο ίδιος εργαζόταν χωρίς διακοπή ενάμιση μήνα. Από την εφιαλτική καθημερινότητα, δραπέτευσε πρώτη η γυναίκα του επιστρέφοντας στην Αθήνα, όπου την περίμεναν άλλωστε τα παιδιά της. «Εγινα πιεστικός, κάθε μέρα τον ρωτούσα για την ασφάλεια, έφτασα να… απεργήσω, δεν κατέβαινα δηλαδή από το δωμάτιο για δουλειά, παρότι με απειλούσε πίσω από τη σφαλισμένη πόρτα», θυμάται.
Πλήθος καταγγελιών
«Τα εστιατόρια είναι ως επί το πλείστον οικογενειακές επιχειρήσεις, στις οποίες επικρατεί μια ιδιότυπη “ομερτά”», λέει ο κ. Βασίλης Τσόκος, επικεφαλής της εταιρείας επιλογής ανθρώπινου δυναμικού Axia Personal στην Αθήνα.
Καταγγελίες, βέβαια, για καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων έχουν γίνει και σε συνεργεία καθαρισμού, καθαριστήρια, πλυντήρια αυτοκινήτων, βιοτεχνίες, ραφεία, κλάδους στους οποίους παραδοσιακά δραστηριοποιούνται οι ομογενείς. «Μήνες μετά την εγκατάστασή τους, η οποία πολλάκις δεν έχει δηλωθεί στις γερμανικές αρχές, η ψυχολογική και οικονομική τους κατάσταση έχει επιβαρυνθεί», εξηγεί και ο κοινωνικός λειτουργός Ηλίας Παπαδόπουλος. «Επιπλέον, διαπιστώνουν ότι απασχολούμενοι σε ελληνόφωνο περιβάλλον και εργαζόμενοι για πάνω από δέκα ώρες την ημέρα ούτε τη γλώσσα μαθαίνουν ούτε καν τη γειτονιά τους δεν ανακαλύπτουν».
Σε δομή αστέγων
Σε ανάλογη κατάσταση βρέθηκε ο κ. Μανώλης Βολυράκης, πάλαι ποτέ βιοτέχνης ρούχων, που προειδοποιεί: «Προσοχή και μακριά από Ελληνες». Τους πρώτους μήνες διαμονής του εργάστηκε σε ελληνικό εστιατόριο, «όπου μου επαναλάμβαναν συνεχώς ότι με προτίμησαν επειδή είμαι “Ελληνάκι”. Οταν, όμως, τους ρωτούσα πότε θα με δηλώσουν, άλλαζαν συζήτηση», θυμάται. Δέκα ώρες στην κουζίνα, άλλοτε στη λάντζα, άλλοτε στο μαγείρεμα. «1.000 ευρώ περίπου τον μήνα, 400 το ενοίκιο και ρεπό μερικές Δευτέρες που δεν είχε κίνηση», εξιστορεί. Εν συνεχεία, εργάζεται σε πάρκινγκ και ως οδηγός νταλίκας. «Ως Ελληνας έπαιρνα 1.300 τον μήνα, ενώ οι Γερμανοί οδηγοί πληρώνονται και 2.000», διευκρινίζει. Σήμερα, ύστερα από έναν χρόνο ως οδηγός, δικαιούται επίδομα ανεργίας, ενώ παράλληλα παρακολουθεί εντατικά μαθήματα γερμανικών, για ένα διάστημα όμως είχε μείνει χωρίς δουλειά και σπίτι. «Φιλοξενήθηκα σε δομή του γερμανικού κράτους για αστέγους», θυμάται.
«Οταν φτάνουν στο σημείο να αναζητήσουν βοήθεια, ρισκάρουν να χάσουν σπίτι και δουλειά, δεν έχουν καθόλου χρήματα απουσία μισθού, έχουν μπει δηλαδή σε έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο δύσκολα ξεφεύγουν», περιγράφει η κ. Αγγέλογλου.
Πολλές φορές μάλιστα οι καταγγέλλοντες εργαζόμενοι δεν έχουν καν τα απαραίτητα έγγραφα για να ενοχοποιήσουν την άλλη πλευρά, διευκρινίζει ο δρ Γουμάγιας. Γι’ αυτό η συνεργασία με το γραφείο του περιορίζεται τις περισσότερες φορές στη συμβουλευτική.
«Από μέρα σε μέρα θα του πάει αγωγή», λέει για τον πρώτο εργοδότη της η κ. Μαργαρίτα, μια εκ των ελαχίστων που έχουν τολμήσει να στραφούν νομικά -δις μάλιστα- ενάντια σε εργοδότη τους. Το πρώην αφεντικό της έχει εν τω μεταξύ κλείσει το κατάστημά του, καθώς είχε μπλεξίματα με την αστυνομία, εξηγεί η κ. Μαργαρίτα. «Καταλαβαίνεις τώρα γιατί δεν σου μιλώ επώνυμα;», λέει στο τηλέφωνο.
Η ιστορία της κ. Μαργαρίτας δεν διαφέρει από αυτές των περισσότερων «νεομεταναστών». Η ίδια και ο σύζυγός της διατηρούσαν εταιρεία φωτοβολταϊκών στην Ελλάδα και αποφάσισαν να φύγουν όταν είδαν τη δουλειά τους να αλλάζει δραστικά «σε μια νύχτα» λόγω αλλαγής της νομοθεσίας. Το ζευγάρι με δύο άνεργους γιους και δύο ανήλικα παιδιά βρίσκεται τότε μετέωρο. Τον Μάρτιο του 2013 όμως εμφανίστηκε ως «μάννα εξ ουρανού» η πρόταση ενός γνωστού από τη Γερμανία, «που ισχυρίζεται ότι έχει δουλειά και για τους τέσσερίς μας με μισθό 1.500 ευρώ και θα μας προσέφερε κατάλυμα». «Οταν έχεις πιάσει πάτο, θέλεις να πιστέψεις όσα ακούς», αναγνωρίζει σήμερα, καθώς η πραγματικότητα που τελικά αντιμετώπισε απείχε πολύ. «Το διαμέρισμα ήταν 40 τ.μ. και απαιτούσε 500 ευρώ ενοίκιο και επιπλέον τους λογαριασμούς», λέει με πικρία. «Αντί ενοικίου δουλεύαμε μικροί – μεγάλοι στο μπακάλικό του χωρίς λεφτά», θυμάται. «Καμάρωνε, μάλιστα, στους φίλους του ότι μας “τάιζε”» λέει.
Μήνες αργότερα, η οικογένεια καταφέρνει να ξεφύγει. Ωστόσο, ο «εργοδότης» τούς παρακρατεί ως «αντίποινα» πολλά προσωπικά αντικείμενα -«μέχρι και έναν τενεκέ λάδι από το χωριό…»- και η επόμενη δουλειά δεν αποδεικνύεται καλύτερη.
Οργανωμένα συμφέροντα
«Καθάριζα σε ένα συνεργείο και η προϊσταμένη έγραφε όλες τις υπερωρίες στο δικό της όνομα», εξηγεί. «Την πήγα στα δικαστήρια για 24 ώρες απλήρωτες υπερωρίες το 2013 και την άδεια του 2014». Ο εισαγγελέας τη δικαιώνει, αναγνωρίζοντάς της 453 ευρώ μεικτά.
Καθώς το πρόβλημα της εργασιακής εκμετάλλευσης νεομεταναστών έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, από τα τέλη του 2011 συστήθηκε με πρωτοβουλία της Diakonie το Δίκτυο των Ελληνικών Φορέων στην περιοχή της Ρηνανίας-Βεστφαλίας, από το οποίο προέκυψε και ένας δίγλωσσος οδηγός «επιβίωσης» για νεομετανάστες. «Ο οδηγός μας μεταφράστηκε ήδη σε έξι γλώσσες, καθώς το φαινόμενο δεν περιορίζεται μόνο στους Ελληνες», αναφέρει η κοινωνική λειτουργός Αντωνία Αννούση. «Αντιμαχόμαστε με κίνδυνο ακόμα και της σωματικής μας ακεραιότητας δομημένες ομάδες με σημαντικά οικονομικά συμφέροντα», προσθέτει η κ. Αγγέλογλου.
«Διάβαζα στο Ιντερνετ παρόμοιες ιστορίες και δεν ήθελα να τις πιστέψω», παραδέχεται η κ. Μαργαρίτα. «Μέχρι να έρθω εδώ πίστευα για τους Τούρκους όσα μας έμαθαν στο σχολείο και για τους Γερμανούς όσα έλεγαν στην τηλεόραση», επισημαίνει. «Τελικά, τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Ειδικά, η σιγουριά μας ότι ως Ελληνες είμαστε οι καλύτεροι», καταλήγει.
Τα κυκλώματα των μεσαζόντων και η διαφορά της νοοτροπίας
«Οι περισσότερες ελληνικές ταβέρνες στεγάζονται σε παλιές μπιραρίες, οι οποίες έχουν δωμάτια στον πρώτο όροφο», εξηγεί ο κ. Βασίλης Τσόκος, επικεφαλής της εταιρείας επιλογής ανθρώπινου δυναμικού, Axia Personal, στην Αθήνα. Επομένως, ο εργοδότης είναι ταυτόχρονα και σπιτονοικοκύρης. «Μια αναγκαστική συνύπαρξη που επιδεινώνει έτι περαιτέρω τη συνεργασία, καθώς συχνά το αφεντικό δεν πληρώνει καθόλου ως αντάλλαγμα για το δωμάτιο που “προσφέρει” στο προσωπικό». Ετσι ερμηνεύονται οι αγγελίες στο Διαδίκτυο: «Ζητούνται άμεσα ζευγάρια για εστιατόρια στη Γερμανία, παρέχεται διαμονή, διατροφή, ασφάλιση».
Το κακό, όμως, επιδεινώνεται και από τη μεσολάβηση τρίτων. «Κάποιοι επιτήδειοι γνωρίζοντας απλώς καταστηματάρχες στη Γερμανία αυτοαποκαλούνται “μεσάζοντες” και βάζουν αγγελίες προς άγραν απογοητευμένων ανέργων», περιγράφει ο κ. Τσόκος. «Προτού κανείς πιστέψει όσα του υπόσχονται, πρέπει να δώσει σημασία στα “ψιλά” γράμματα». Τα εν λόγω γραφεία δεν έχουν φυσική έδρα και πραγματοποιούν τις συναντήσεις σε καφενεία, σπάνια δίνουν απόδειξη για τις υπηρεσίες τους, ενώ καλλιεργούν ανεδαφικές προσδοκίες, τις οποίες αιφνίδια διαψεύδουν ρίχνοντας το «μπαλάκι» στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος τελικά «δεν ήταν αρκετά καλός» για να βρει δουλειά.
Ηθελαν 500 ευρώ
«Τηλεφώνησα για μια αγγελία που βρήκα στην εφημερίδα και προερχόταν από ένα γραφείο στη Θεσσαλονίκη», περιγράφει στην «Κ» η 47χρονη Βασιλική Μπαλτά. «Μου τα παρουσίασαν όλα ρόδινα, αλλά απαιτούσαν να τους στείλω με έμβασμα 300 ευρώ και μετά να μου αποστείλουν το συμβόλαιο με courier», θυμάται. «Μου φάνηκε ύποπτο, αλλά ήμουν απελπισμένη, είχα κλείσει το μαγαζί και το σπίτι μου είχε καεί». Εν συνεχεία, η ίδια εταιρεία απαιτεί άλλα 200 ευρώ από τη γυναίκα «για το εισιτήριο, καθώς δεν μου εξηγούσαν σε ποια πόλη μου είχαν βρει δουλειά». Ολα αυτά κίνησαν τις υποψίες της κ. Μπαλτά. «Πήγα και τους κατήγγειλα στην αστυνομία και εκείνοι άρχισαν να με απειλούν», λέει. Οι «μεσολαβητές» συνελήφθησαν, όταν πια η κ. Μπαλτά είχε μεταναστεύσει –με δική της πρωτοβουλία πλέον– στη Γερμανία.
Επιτήδειοι μεσολαβητές ενδημούν και επί γερμανικού εδάφους. Υπάρχουν Ελληνες που πλησιάζουν μετανάστες προτείνοντας να τους συνοδεύσουν σε δημόσιες υπηρεσίες ή να συμπληρώσουν αντί αυτών έγγραφα έναντι 200 ευρώ. Αντίστοιχα, έχουν γίνει καταγγελίες για εργοδότες που αποσπούν από τους εργαζόμενους τα διαβατήριά τους, για να τους εξαναγκάσουν να μείνουν στη «δούλεψή» τους ή προχωρούν σε άλλες επαχθείς τακτικές. «Ζητούσα από το πρώτο μου αφεντικό τη συσκευή του τηλεφώνου για να με καλούν τα παιδιά μου από Ελλάδα και το κλείδωνε στο συρτάρι», περιγράφει η κ. Μπαλτά, που από την εξάντληση έχει συμβεί να λιποθυμήσει μέσα στην κουζίνα.
Παράπονα, όμως, εκφράζουν και οι Ελληνες μαγαζάτορες, που από την έναρξη της κρίσης έχουν γίνει αποδέκτες μιας τεράστιας προσφοράς εργασίας. «Οταν τους ζητώ να μου πουν πού έχουν δουλέψει, μου αραδιάζουν καμιά δεκαριά επαγγέλματα» περιγράφει στην «Κ» καταστηματάρχης. «Να ψήνεις ξέρεις; επιμένω εγώ. “Είμαι εξπέρ”». Συχνά, ως συμβιβαστική λύση ο εστιάτορας προτείνει δοκιμαστική περίοδο απασχόλησης. «Και εκεί που περιμένω στο αεροδρόμιο τον νέο μου ψήστη, υποδέχομαι μια τετραμελή οικογένεια συν μία γιαγιά». Την επομένη διαπιστώνει ότι ο «έμπειρος» ψήστης ειδικεύεται μόνο στο… σούβλισμα του oβελία του Πάσχα. «Μετά από δύο βδομάδες προσπάθειας, του δίνω 200 ευρώ και τον στέλνω στο καλό. Κάποιοι θα με κατηγορήσουν για απάνθρωπο…» εξηγεί. Για τον κ. Αργύρη Μπεκιάρη, ιδιοκτήτη εστιατορίου στο Μόναχο, που απασχολεί 14 άτομα, τα περισσότερα προβλήματα απορρέουν από τη διαφορά νοοτροπίας. «Οι άνθρωποι αυτοί θέλουν απλώς να φύγουν και γι’ αυτό δηλώνουν διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα», λέει. «Ακόμα και όσοι έχουν εμπειρία, ελλείψει Γερμανικών δεν μπορούν να την κεφαλαιοποιήσουν».
Επιπλέον δεν απουσιάζουν και εκείνοι, κυρίως εργένηδες, όπως εξηγεί ο επιχειρηματίας, «που το κίνητρό τους είναι η αγάπη για περιπέτεια». «Το αντιμετωπίζουν, λοιπόν, ως χαβαλέ και καταλήγουν με μια βαλίτσα ανά χείρας να αλλάζουν κάθε μήνα ταβέρνα». Ακόμα, όμως, και οι συνειδητοποιημένοι, όπως εξηγεί, «συχνά δεν αντέχουν την πίεση».
της ΙΩΑΝΝΑ ΦΩΤΙΑΔΗ
Πηγή: kathimerini.gr